απόηχο
Смотреть что такое "απόηχο" в других словарях:
Απελλής — I (Κολοφών 380/370 – Κως περ. 330 π.Χ.). Ζωγράφος. Οι διηγήσεις σχετικά με τον Α. είναι πλούσιες και δίνουν πολλές λεπτομέρειες και για τη ζωή και για το έργο του. Όμως, η επιστημονική έρευνα της εποχής μας, παρά την προσπάθειά της να απομονώσει… … Dictionary of Greek
Δρόσης, Λεωνίδας — (Αθήνα 1836 – Νάπολη, Ιταλία 1884). Γλύπτης. Υπήρξε o κυριότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής στην Αθήνα. Ήταν γιος του Βαυαρού στρατιωτικού μουσικού φον Ντορς και Ελληνίδας από τη σπετσιώτικη οικογένεια Μέξη. Εξελλήνισε το πατρικό του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Λεφέβρ, Ανρί — (Henri Lefebvre, Αζετμό 1901 – Πο 1991). Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Αποφοίτησε από το λύκειο Λουί Λεγκράν το 1917 και σε ηλικία 20 ετών πήγε στο Παρίσι και παρακολούθησε φιλοσοφία στη Σορβόνη, απ’ όπου πήρε πτυχίο το 1920. Σύντομα τον… … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
Στραβίνσκι, Ιγκόρ Φιοντόροβιτς — Ρώσος συνθέτης (Οράνιενμπαουμ, Πετρούπολη 1882 – Νέα Υόρκη 1971). Αφού άρχισε νομικές σπουδές σύμφωνα με τη θέληση του πατέρα του, του βαθύφωνου Φιοντόρ Σ. (1843 1902), που εργαζόταν στο Αυτοκρατορικό θέατρο της Πετρούπολης άρχισε το 1903, μετά… … Dictionary of Greek